- καννοχερσαία
- καννοχερσαία, ἡ,A = ἑλξίνη, Ps.-Dsc.4.39.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καννοχερσαία — καννοχερσαίᾱ , καννοχερσαία fem nom/voc/acc dual καννοχερσαίᾱ , καννοχερσαία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καννοχερσαία — καννοχερσαία, ἡ (Α) βοτ. η πόα ελξίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάννα «καλάμι» + χερσαία (< χέρσος)] … Dictionary of Greek
κάννα — και κάννη, η (AM κάννα και κάννη) νεοελλ. 1. (συνηθέστ. στον τ. κάννη) ο χαλύβδινος σωλήνας τουφεκιού, πιστολιού κ.λπ. μέσα από τον οποίο περνά και εξακοντίζεται το βλήμα 2. βοτ. γένος φυτών που ανήκει στην οικογένεια καννίδες μσν. μέτρο ύψους… … Dictionary of Greek